πυργοφύλαξ

πυργοφύλαξ
πυργο-φύλαξ [], ᾰκος, ,
A tower-guard, warder, A.Th.168 (lyr.), PFlor.297.469 (vi A.D.), etc.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • πυργοφύλαξ — ακος, ὁ, Α φρουρός πύργου. [ΕΤΥΜΟΛ. < πύργος + φύλαξ (πρβλ. λιμενο φύλαξ, νυκτο φύλαξ)] …   Dictionary of Greek

  • πυργοφυλάκων — πυργοφύλαξ tower guard masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πυργοφύλακες — πυργοφύλαξ tower guard masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πύργος — Με τη λέξη πύργος εννοούμε γενικά ένα κτίριο στο οποίο χαρακτηριστικά υπερέχει η διάσταση του ύψους και το οποίο, συγχρόνως, έχει ένα γενικά κλειστό, αυστηρό και έντονα αμυντικό χαρακτήρα. Aυτή η μορφή κτιρίου, ή κατασκευής γενικότερα, έχει… …   Dictionary of Greek

  • φύλακας — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 30 μ.), στην πρώην επαρχία Κομοτηνής, του νομού Ροδόπης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Θρυλορίου. * * * ο / φύλαξ ακος, ΝΜΑ αυτός που φυλάγει, που φρουρεί κάτι, που έχει τοποθετηθεί για να προστατεύει κάτι (α. «οι δύο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”